Ψυχολόγος Γλυφάδα

Διακοπή Επαφής: Η Ηθική της Συγχώνευσης

Είναι γεγονός ότι όλοι μας έχουμε αναπτύξει κάποιους μηχανισμούς για να προστατευόμαστε από διάφορες συναισθηματικές απειλές. Καθένας ανάλογα με τα βιώματα που έχει και το τι ήταν “απειλητικό” στο δικό του περιβάλλον. Για να φέρω ένα παράδειγμα...

Είναι γεγονός ότι όλοι μας έχουμε αναπτύξει κάποιους μηχανισμούς για να προστατευόμαστε από διάφορες συναισθηματικές απειλές. Καθένας ανάλογα με τα βιώματα που έχει και το τι ήταν “απειλητικό” στο δικό του περιβάλλον. Για να φέρω ένα παράδειγμα, αν ένα παιδί κακοποιείται σωματικά από τον πατέρα του σε μια ευαίσθητη ηλικία όταν ακόμα δεν έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μπορεί να αναπτύξει το μηχανισμό να αποφεύγει τη σύγκρουση με τον κακοποιητή του και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του έστω κι αν δε θέλει. Με αυτόν τον τρόπο φροντίζει να μη φάει περισσότερο ξύλο και να αποφύγει ίσως ακόμα μεγαλύτερο πόνο, σωματικό και συναισθηματικό. Σε αυτή τη φάση αυτός ο μηχανισμός βοηθάει στην επιβίωση αυτού του παιδιού. Αν συνεχίσει να έχει αυτήν τη στάση ως ενήλικας (να προσαρμόζεται σε απαιτήσεις άλλων, να αποφεύγει τη σύγκρουση) αυτό με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε δυσαρέσκεια από τον εαυτό και τις σχέσεις του με πολλές πιθανές εξελίξεις και ψυχολογικές προεκτάσεις. Από το να γίνει ο ίδιος κακοποιητικός μέχρι την πλήρη συναισθηματική απομόνωση και την κατάθλιψη. 
*Σημείωση: δεν είναι μόνο τα ακραία παραδείγματα αυτά που καθιστούν τραυματική κάποια εμπειρία ή σειρά εμπειριών. Είναι πολλά αυτά που μπορεί να τραυματίσουν την παιδική ψυχή, είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα για άλλο άρθρο. 
​​​​​​​
Αυτοί οι μηχανισμοί έχουν γίνει ευρέως γνωστοί ως “άμυνες”, και που λίγο-πολύ όλοι ως ανθρώπινα όντα τις διαθέτουμε. Προτιμώ όμως τον πιο περιγραφικό όρο που έχει καθιερωθεί από τη θεραπεία Γκεστάλτ,  “διακοπές επαφής”. Τον προτιμώ γιατί λέει ακριβώς αυτό που συμβαίνει όταν αυτοί οι μηχανισμοί είναι πλέον παρωχημένοι και δεν εξυπηρετούν πια το σκοπό της προστασίας μας. Τότε γίνονται εμπόδιο στην εξέλιξή μας αφού διακόπτεται η επαφή με τον εαυτό μας –τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες μας –και κατ’ επέκταση διακόπτεται και η αυθεντική επαφή με τους άλλους. Σε αυτό το άρθρο έχω βάλει στο μικροσκόπιο μια ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ελληνική πραγματικότητα διακοπή επαφής, τη συμβολή ή συγχώνευση. Όπως υποδεικνύει και η ίδια η λέξη, ο τρόπος που λειτουργεί η συγχώνευση είναι αυτός του παραπάνω παραδείγματος: Προσαρμόζομαι στους άλλους για να καλυφθεί η βασική μου ανάγκη κι αγωνία να νιώσω ότι ανήκω και ότι είμαι αποδεκτός/ή. 
 Μέσα από την προσωπική μου εμπειρία ζωής κι από την επαγγελματική μου πείρα έχω δει και νιώσει πώς οι σχεσιακές, συναισθηματικές εμπειρίες στα πρώτα παιδικά μας χρόνια μπορούν να διαμορφώσουν μια εσωτερική ηθική (σύστημα αξιών) βασισμένη στη συγχώνευση. Μια ηθική βαθιά ριζωμένη κι επίμονη που δύσκολα αμφισβητείται και ανατρέπεται. 
Θέλω να μοιραστώ τη δική μου παρατήρηση γιατί σίγουρα ήταν μια άκρως εποικοδομητική κι ωφέλιμη, αν και επώδυνη, διαδικασία για εμένα. Νιώθω την ανάγκη να παροτρύνω – πέρα από τους αγαπημένους μου θεραπευόμενους – και άλλους να κοιτάξουν με ειλικρίνεια και συμπόνια μέσα τους –είτε μόνοι τους  είτε με τη στήριξη κάποιου θεραπευτή–  για να βρει καθένας και άλλους δικούς του εσωτερικούς “κανόνες” που δυσκολεύουν την εξέλιξή του και που μπορεί να μη συμπεριλαμβάνονται εδώ. Έχω συγκεντρώσει τρία από τα βασικά μοτίβα συγχωνευτικής σκέψης και συναισθήματος που εγκαθιδρύονται μέσα μας και κινούν τα νήματα των πράξεών μας, διαμορφώνουν την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και ορίζουν την ποιότητα των σχέσεών μας όσο δεν τα αναγνωρίζουμε.

Σύμφωνα με την Ηθική της Συγχώνευσης πρώτα απ’ όλα πρέπει να είμαι «σωστός/ή». Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

1.   Να προσφέρω – σε όποιον και όποτε αντιληφθώ ότι αυτός έχει κάποια ανάγκη ή επιθυμία, έστω κι αν δεν ζητήσει κάτι ο ίδιος. 
Αισθάνομαι αυτόματα την υποχρέωση να συνεισφέρω έστω πρακτικά με την παρουσία μου ή συναισθηματικά με την κατανόησή μου. Οφείλω να μην πω “όχι” σε κάτι που μου ζητείται -είτε με λόγια είτε με τον τρόπο του άλλου που εγώ μεταφράζω ως “ζητάει/χρειάζεται”. Η μόνη περίπτωση που δικαιούμαι να πω όχι είναι επειδή έχω κάποια άλλη υποχρέωση –ποτέ όμως επειδή εγώ μπορεί να έχω μια διαφορετική ανάγκη/επιθυμία ή απλά να μη θέλω. Άρα δε δικαιούμαι να θέλω κάτι διαφορετικό από τον άλλο. Γιατί; Επειδή πρέπει να εξυπηρετήσω την ανάγκη που εκφράζεται ή υπονοείται. Γιατί να εξυπηρετήσω; Επειδή αλλιώς ποιά είναι η αξία μου και τι έχω να προσφέρω που θα εκτιμήσει και θα αξιολογήσει αυτός ο άλλος ώστε να είμαι αποδεκτός/ή, να με θέλει στη ζωή του, να με αγαπάει και να με τιμάει με την προσοχή και το ενδιαφέρον του; Μπορεί κάποιες φορές να λέω και όχι, συνεχίζει να λειτουργεί όμως εσωτερικά αυτός ο κανόνας. Κι έτσι καταλήγω να αισθάνομαι ενοχές όταν κάνω ή λέω αυτό που θέλω. Βαραίνω με σκέψεις αμφιβολίας και αμφισβήτησης προς τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις πράξεις μου. Μήπως μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικά; Μήπως έπρεπε να δεχτώ αυτό που θέλει ο άλλος; Μήπως κι αυτό που θέλω εγώ για τον εαυτό μου δεν είναι σωστό επειδή ο άλλος δεν συμφωνεί ή δεν το εγκρίνει; Ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο γιατί αποκλείεται ο όποιος άλλος να εγκρίνει όλα αυτά που εγώ θέλω κι εγώ αποκλείεται να είμαι χαρούμενος/η προσαρμόζοντας και περιορίζοντας τον εαυτό μου  μόνο σε αυτά που θέλει ο άλλος. Άρα δεν μου επιτρέπεται να είμαι ο εαυτός μου –αυτός που ο άλλος μπορεί να μην εγκρίνει– και συγχρόνως να νιώθω χαρούμενος/η, ανάλαφρος/η, ελεύθερος/η από τύψεις ότι κάτι κάνω λάθος.   
 
2.    Να μη ζητάω αυτά που εγώ χρειάζομαι και θέλω για να μην επιβαρύνω κάποιον άλλο.
Άλλωστε η αξία μου ορίζεται από το πόσο χρήσιμος/η και σημαντικός/ή μπορώ να είμαι εγώ για τους άλλους. Αν αρχίσω να ζητάω και να μην είμαι πια εγώ αυτός/ή που στηρίζει τότε η αξία μου για τον άλλον ολοένα και θα μειώνεται και μάλλον θα καταλήξω να είμαι περιττός/ή. Η λογική είναι παρόμοια με την παραπάνω.  Δεν επιτρέπεται να ζητήσω ή να θέλω κάτι διαφορετικό από τον άλλο επειδή μπορεί να μην το εγκρίνει ή να δυσκολευτεί για να με ικανοποιήσει. Η ενσυναίσθηση και η ανασφάλειά μου δεν μου επιτρέπουν να γνωρίζω ότι ο άλλος μπορεί και να ζοριστεί για μένα. Ενώ το όποιο αίτημα του άλλου είναι απολύτως σεβαστό και αποδεκτό από εμένα (επειδή βρίσκεται σε λειτουργία η προϋπόθεση Νο1), το δικό μου το αίτημα το αντιμετωπίζω περισσότερο ως απαίτηση και άρα αν εκφράσω και υποστηρίξω κάποια επιθυμία/ανάγκη μου τότε νιώθω ότι κάτι επιβάλλω – και ούτε αυτό μου το επιτρέπει η ηθική μου. Μπορεί και να φτάσω να ζητάω με λόγια αλλά και πάλι εσωτερικά υπάρχει η πεποίθηση ότι δε θα έπρεπε. Οι σκέψεις που δημιουργούνται λένε «μήπως είμαι απόλυτος/η», «μήπως είμαι υπερβολικός/ή», μήπως είμαι απαιτητικός/ή» και η απάντηση συνήθως είναι «ναι». Γιατί εν τέλει αυτός μένει να είναι ο μόνος τρόπος (με βάση αυτό το ηθικό σύστημα) να διεκδικήσω κάτι σημαντικό για εμένα. Γιατί όσο κι αν προσπαθώ να προσαρμόζομαι στον άλλο κάποιες ανάγκες του οργανισμού μου επανέρχονται ξανά και ξανά –για καλή μου τύχη –με αποτέλεσμα να «ξεχειλίζουν» και να μην είναι πια εφικτό να τις προσαρμόσω σύμφωνα με τον άλλο. Καταλήγουν όμως να εκφράζονται με περιττή ορμή, γεγονός που αντιλαμβάνομαι και μένω πάλι με τις ενοχές ότι έχω κάνει κάτι λάθος. Από την άλλη, αν καταφέρω να καταπνίξω τελείως τις ανάγκες μου τότε νιώθω απελπισία και μοναξιά. Και πάντα η ευθύνη είναι δική μου – κάτι θέλω λάθος, κάπως είμαι λάθος.

3.    Όταν κάποιος μου προσφέρει κάτι –υλικό ή συναισθηματικό– πρέπει να ανταποδώσω.
Όταν η προσφορά έρχεται εθελοντικά από τον άλλο αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη και φυσικά –τι άλλο; –υποχρέωση! Πρέπει λοιπόν να ανταποδώσω με την πρώτη ευκαιρία. Επειδή αν δεν το κάνω τότε ο άλλος δε θα καταλάβει την εκτίμησή μου προς εκείνον. Αυτό θα απειλήσει την «ισορροπία» της σχέσης μας και άρα τη βιωσιμότητά της. Θεωρώ ότι είναι δική μου ευθύνη να κάνω ό,τι μπορώ και περνάει από το χέρι μου για να συντηρήσω μια καλή σχέση με τον άλλο που με ενδιαφέρει, άσχετα από το αν εκείνος ενδιαφέρεται ή δρα με ανάλογο τρόπο. Θεωρώ ότι όσα κάνει ο άλλος είναι υπέρ-αρκετά, ενώ αυτό που προσφέρω εγώ δεν είναι ποτέ αρκετό. Γεμίζω με έγνοιες, που πολλές φορές δε με αφορούν, αφού υπάρχουν τόσα πολλά να κάνω για να είμαι διαθέσιμος/η στον άλλο και να συντηρήσω αυτήν την πολυπόθητη ισορροπία στις σχέσεις. Παράλληλα παραμελώ να νοιαστώ και να δράσω επαρκώς για τα θέματα που είναι σημαντικά για μένα. Δεν τους δίνω την προτεραιότητα που τους αρμόζει ώστε να είμαι ευχαριστημένος/η, γιατί πάντα θεωρώ τα υπόλοιπα πιο σημαντικά. Θυσιάζω το να είμαι αρκετά καλός/ή για εμένα για να καταφέρω να είμαι αρκετά καλός/ή για τους άλλους. Έτσι καταλήγω δυσαρεστημένος/η, απογοητευμένος/η, “ξεζουμισμένος/η”, εξαντλημένος/η από όλη αυτήν την προσπάθεια και με την αίσθηση ότι μόνο δίνω και δεν παίρνω.

Παρότι αυτό το ηθικό σύστημα έχει δημιουργηθεί με σκοπό την αίσθηση της σχεσιακής και εσωτερικής ασφάλειας και ολοκλήρωσης, στην ενήλικη ζωή οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: στο άγχος, τον φόβο και τη γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας του Εγώ, στο ενδοπροσωπικό αλλά και στο σχεσιακό επίπεδο.  

Ολόκληρο όμως αυτό το σύστημα είναι βασισμένο σε μια λανθασμένη εσωτερική υπόθεση η οποία αντιμετωπίζεται ως βεβαιότητα: Αν δεν έχω χρησιμότητα για τους άλλους θα απορριφθώ, θα εγκαταλειφθώ και κανείς δε θα νοιαστεί για εμένα. Θα είμαι μόνος/η. Αυτός ο πανανθρώπινος υπαρξιακός φόβος της μοναξιάς μπορεί να “λέει” διάφορα ψέματα όσο υποβόσκει και μένει εκτός επίγνωσης. Όλη η αξία μου μπορεί να περιστρέφεται γύρω από το πόσο χρήσιμος/η, σημαντικός/ή, δυνατός/ή, παρών/παρούσα μπορώ να είμαι για τους άλλους. Όσο αυτός ο φόβος καθοδηγεί η εσωτερική μοναξιά διογκώνεται γιατί παραλείπω να είμαι παρών/παρούσα για τον εαυτό μου.

Μπορεί να παρεξηγηθεί η έμφαση στις προσωπικές ανάγκες και επιθυμίες ως εγωκεντρική. Τα τελευταία χρόνια ο ναρκισσισμός εκδηλώνεται υπό το λάβαρο της ειλικρίνειας, με τρόπο επιθετικό ή παθητικο/επιθετικό –  «θέλω να είμαι το επίκεντρο και να είναι όλα έτσι όπως τα θέλω, να είσαι κι εσύ έτσι όπως σε θέλω» ή «εγώ έτσι είμαι και θα σε πληγώσω γιατί είμαι ειλικρινής». Δυστυχώς έχουμε την τάση να ερμηνεύουμε με τον ίδιο τρόπο και τον υγιή εγωισμό και την οριοθέτηση οπότε τα όρια δε γίνονται σεβαστά. Στο συναισθηματικά υγιές πλαίσιο της φυσικής μας οριοθέτησης, αν δεν λειτουργήσω σύμφωνα με τη δική μου ροή και περιμένω από το εξωτερικό περιβάλλον να μου δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, τότε χάνω και κάθε ενδιαφέρον συσχέτισης γιατί αρχίζει και μου πέφτει πολύ βαρύ το προσωπείο που χρειάζεται να φοράω για την εκάστοτε σχέση. Φυσικά όλοι έχουμε την ανάγκη να σχετιστούμε και να νιώσουμε κοντά με τους άλλους, με τους παραπάνω όρους όμως κρύβουμε συνεχώς κομμάτια του εαυτού μας κι αποφεύγουμε τον αυθεντικό εαυτό μας άρα και την αυθεντική σύνδεση – ακόμα και κυρίως στην περίπτωση του προαναφερθέντος νάρκισσου που μέσα στην ελεγκτικότητά του κρύβεται μεγάλη ανασφάλεια. 

Αυτού του είδους η σύνδεση είναι αρκετή για να δώσουμε και να εισπράξουμε πραγματικό ενδιαφέρον το οποίο μας γεμίζει αντί να μας αδειάζει, μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε αντί να ανησυχούμε και να αγχωνόμαστε, μας στηρίζει και μας ενδυναμώνει αντί να μας αποδυναμώνει, ενισχύει τη χαρά αντί να εγκαθιδρύει τη θλίψη.  Δίνει μια διαφορετική διάσταση στη σκληρή πραγματικότητα της υπαρξιακής μοναξιάς και σε όποια μικρή ή μεγάλη δυσκολία που με βεβαιότητα θα φέρει η ζωή. Ο αυθεντικός εαυτός μας, όπως ακριβώς είναι, είναι εκεί και ανά πάσα στιγμή μας δίνει τη δυνατότητα να σχετιστούμε βαθιά και ουσιαστικά. Αρκεί να τολμήσουμε και να μάθουμε πώς να τον αφήνουμε να εκφραστεί ελεύθερα και συνάμα με επίγνωση των ορίων του στο κάθε “τώρα”. Δεν είναι ποτέ νωρίς ή αργά, κάθε στιγμή είναι μια καλή στιγμή για την αποδόμηση της Ηθικής της Συγχώνευσης.

                                                                          
Άντζυ Γουδέλη – Ψυχολόγος-Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια